φιλομαθής

φιλομαθής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που αγαπάει τη μάθηση, που επιδιώκει την απόκτηση όσο γίνεται περισσότερων γνώσεων, ο φιλόμουσος: Διαβάζει πολύ είναι φιλομαθής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλομαθής — fond of learning masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθής — ές, ΜΑ επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ παθής]. ές, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων αρχ. 1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι 2. το ουδ …   Dictionary of Greek

  • φιλομαθῆ — φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φιλομαθής fond of learning masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φιλομαθής fond of learning masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθέστερον — φιλομαθής fond of learning adverbial comp φιλομαθής fond of learning masc acc comp sg φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθεστάτω — φιλομαθής fond of learning masc/neut nom/voc/acc superl dual φιλομαθής fond of learning masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθεστάτων — φιλομαθής fond of learning fem gen superl pl φιλομαθής fond of learning masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθεστέρων — φιλομαθής fond of learning fem gen comp pl φιλομαθής fond of learning masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθές — φιλομαθής fond of learning masc/fem voc sg φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθέστατα — φιλομαθής fond of learning adverbial superl φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομαθέστατον — φιλομαθής fond of learning masc acc superl sg φιλομαθής fond of learning neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”